Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
καρφώτο — το είδος κατακόρυφης βολής τού βόλου ή τής σβούρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καρφωτό, με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek